ετοιμοεγρήγορος
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)
(για ύπνο) ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἑτοιμοεγρήγορος, ὁ (Μ)
(για ύπνο) ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + εγρήγορος].