ετοιμοπόλεμος

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτοιμοπόλεμος, -ον)
ο έτοιμος για πόλεμο, ο παρασκευασμένος για διεξαγωγή πολέμου.