ευάφεια

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

εὐάφεια, ιων. τ. εὐαφίη, ἡ (Α) ευαφής
η απαλότητα στην αφή, το μαλακό ψηλάφημα («ἵνα κόσμος ἔχῃ ἡ στρῶσις καὶ εὐάφειαν», Ορειβ.).