μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
εὐαύχην, ὁ (Μ)αυτός που έχει καλό, ωραίο αυχένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυχήν].