ευαύχην

From LSJ

μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite

Source

Greek Monolingual

εὐαύχην, ὁ (Μ)
αυτός που έχει καλό, ωραίο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυχήν].