παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
εὐδεινὸς και εὐδινός, -ή, -όν (Α)βλ. ευδιεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιεινός με συγκοπή του ι].