ευθύφλοιος
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Greek Monolingual
εὐθύφλοιος, -ον (Α)
(για δένδρα) αυτός που έχει ευθύ, λείο φλοιό.
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
εὐθύφλοιος, -ον (Α)
(για δένδρα) αυτός που έχει ευθύ, λείο φλοιό.