ευκολόβραστος

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τρόφιμα) αυτός που βράζει εύκολα, ο καλόβραστος.