ευρυμάθεια

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

η
ευρύτητα της μάθησης, η γνώση πολλών πραγμάτων, η πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυμαθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κωνστ. Σάθα].