ευτηξία

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

η (Α εὐτηξία) εύτηκτος
η ιδιότητα του ευτήκτου, το να λειώνει κάτι εύκολα.