Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
-η, -ο (Α εὔτηκτος, -ον)
1. αυτός που τήκεται εύκολα, που λειώνει εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὔτηκτο(ν)
η ευτηξία, η εύκολη τήξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτός (< τήκω)].