Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εφέζομαι

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἐφέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ή μένω δίπλα ή κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕζομαι.