ἐφέζομαι
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
chiefly used in part. and 3sg. impf.; inf.
A ἐφέζεσθαι Od. 4.717; imper. ἐφέζεο AP15.13 (Const. Sic.):—sit upon, c. dat., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Il.3.152; πατρὸς ἐφέζετο γούνασι 21.506; δίφρῳ ἐφέζεσθαι Od.4.717, cf. 509; ἔνθα δ' ἄρ' αὐτὸς ἐφέζετο 17.334; ὄχθῳ Ar.Av.774 (lyr.): also c. gen., Pi.N.4.67, A.R.3.1001; ἐπὶ νώτοις Mosch.2.125; εἰς αὖλιν AP5.236.10 (Agath.): also c. acc., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι E.Hel.1492 (lyr.); τύχη.. ναῦν θέλουσ' ἐ. A.Ag.664.
2 sit by or near, c. acc., οὐδ' ἔχων μύσος.. τὸ σὸν ἐφεζόμην βρετας prob. for ἐφεζομένη, Id.Eu.446. Cf. ἐφίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐφέζομαι: (impf. ἐφεζόμην)
1 садиться (πατρὸς γούνασι Hom.; δένδρεσι Arph.; εἰς κραναὴν αὖλιν Anth.): Εὐρώταν ἐ. Eur. (о птицах) садиться на берега Эврота;
2 сидеть (δενδρέῳ, δίφρῳ Hom.; τῆς ἕδρας Pind.). - см. тж. *ἐφεῖσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέζομαι: Ἀποθ., κυρίως ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ.: ἀπαρ. ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717: προστ. ἐφέζεο Ἀνθ. Π. 15. 13. Κάθημαι ἐπί τινος, μετὰ δοτ., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Ἰλ. Γ. 152· πατρὸς ἐφέζετο γούνασι Φ. 506· δίφρῳ ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717, πρβλ. 509· ὄχθῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 774· ὡσαύτως μετὰ γεν., Πινδ. Ν. 4. 109, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1001· ἐπὶ νώτοις Μόσχ. 2. 121· εἰς ἔποπος… αὖλιν ἐφεζόμενοι Ἀνθ. Π. 5. 237· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι Εὐρ. Ἑλ. 1492· τύχη… ναῦν θέλουσ’ ἐφ. (ὁ Casaub. ναυστολοῦσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· ἴδε καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι πλησίον, ἔνθα δ’ ἄρ’ αὐτὸς ἐφέζετο Ὀδ. Ρ. 334· μετ’ αἰτ., οὐδ’ ἔχων μύσος…τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας (οὕτως ὁ Wieseler) Αἰσχύλ. Εὐμ. 446. Πρβλ. ἐφίζω.
English (Autenrieth)
ipf. ἐφέζετο: sit upon or by, Il. 21.506, Od. 17.334.
English (Slater)
ἐφέζομαι sit c. cogn. acc. εἶδεν δ' εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.: i. e. sitting in assembly ) (N. 4.67)
Spanish
Greek Monolingual
ἐφέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ή μένω δίπλα ή κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕζομαι.
Greek Monotonic
ἐφέζομαι: αποθ., κυρίως, σε μτχ. και στο γʹ ενικ. παρατ.· απαρ. ἐφέζεσθαι·
1. κάθομαι πάνω σε, με δοτ., σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίσης με γεν., σε Πίνδ.· και με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.
2. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
Middle Liddell
inf. ἐφέζεσθαι
Dep.
1. to sit upon, c. dat., Hom., Ar.;—also c. gen., Pind.; and c. acc., Aesch., Eur.
2. to sit by or near, Od., Aesch.
Léxico de magia
sentarse sobre c. dat. ref. a Selene ἐλθέ μοι, ὦ δέσποινα φίλη, τριπρόσωπε Σελήνη, ... ἡ χαροποῖς ταύροισιν ἐφεζομένη ven a mí, oh amada señora, Selene de tres rostros, que te sientas sobre fieros toros P IV 2791