εφιδρώ

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

και εφιδρώνω (Α ἐφιδρῶ και ιων. τ. ἐπιδρῶ, -όω)
ιδρώνω
αρχ.
1. ιδρώνω επί πλέον ή κατόπιν
2. παθ. ἐφιδροῦμαι, -όομαι
ιδρώνω συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱδρῶ].