εφτασφράγιστος

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. πολύ καλά σφραγισμένος
2. μτφ. αυτός που κρύβεται, που ασφαλίζεται καλά («εφτασφράγιστο μυστικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + σφραγίζω.