μυστικό

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

το
1. αυτό που δεν ανακοινώθηκε ή δεν πρέπει να ανακοινωθεί σε άλλους, απόκρυφο, απόρρητο («δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό»)
2. μέσο ενέργειας άγνωστο στους πολλούς («το μυστικό της επιτυχίας του δεν το λέει σε κανέναν»)
3. καθετί το απροσπέλαστο, ακατανόητο, ανεξήγητο, μυστήριο («το μυστικό της ζωής και του θανάτου»)
4. φρ. «κοινό μυστικό» — γεγονός το οποίο, παρά το ότι προσπαθούν να το αποκρύψουν οι ενδιαφερόμενοι, ωστόσο είναι γνωστό σε πολλούς
5. παροιμ. «οι δύο κρατάν το μυστικό, οι τρεις το κουβεντιάζουν, οι τέσσερεις σ' άλλους το λεν κι οι πέντε το φωνάζουν» — όταν ένα απόκρυφο γεγονός είναι γνωστό έστω και σε λίγους γίνεται γρήγορα πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μυστικός].