μυστικό
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. αυτό που δεν ανακοινώθηκε ή δεν πρέπει να ανακοινωθεί σε άλλους, απόκρυφο, απόρρητο («δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό»)
2. μέσο ενέργειας άγνωστο στους πολλούς («το μυστικό της επιτυχίας του δεν το λέει σε κανέναν»)
3. καθετί το απροσπέλαστο, ακατανόητο, ανεξήγητο, μυστήριο («το μυστικό της ζωής και του θανάτου»)
4. φρ. «κοινό μυστικό» — γεγονός το οποίο, παρά το ότι προσπαθούν να το αποκρύψουν οι ενδιαφερόμενοι, ωστόσο είναι γνωστό σε πολλούς
5. παροιμ. «οι δύο κρατάν το μυστικό, οι τρεις το κουβεντιάζουν, οι τέσσερεις σ' άλλους το λεν κι οι πέντε το φωνάζουν» — όταν ένα απόκρυφο γεγονός είναι γνωστό έστω και σε λίγους γίνεται γρήγορα πασίγνωστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μυστικός].