εύκροτος

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500

Greek Monolingual

εὔκροτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά.
επίρρ...
εὐκρότως (Α)
1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο
2. με καλά συγκροτημένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος.