εύκροτος

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

εὔκροτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ηχεί, που κροτεί καλά.
επίρρ...
εὐκρότως (Α)
1. με εύηχο, με ηχηρό τρόπο
2. με καλά συγκροτημένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρότος.