εἰκόνα

From LSJ

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318

Russian (Dvoretsky)

εἰκόνα: praep. cum gen. наподобие (δεσμωτηρίου Plat.).