ζαρκάδι

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

και ζαρκάδι, το (Μ ζαρκάδι και ζαλκάδι)
ζώο μηρυκαστικό της οικογένειας τών αντιλοπιδών, που μοιάζει με το ελάφι αλλά είναι πιο μικρόσωμο, η δορκάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζορκάδ-ιον που είναι υποκορ. του μτγν. τ. ζορκάς < αρχ. δορκάς.