ζευλόλουρο
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
Greek Monolingual
το
βλ. ζευγόλουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγό-λουρο με αφομοίωση].
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
το
βλ. ζευγόλουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγό-λουρο με αφομοίωση].