ζώγρημα

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ζώγρημα: τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).

Greek Monolingual

ζώγρημα, το (AM) ζωγρώ
1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό
2. μτφ. λεία, θύμαζώγρημα τοῦ διαβόλου»).