ηλιογέννητος

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

και λιογέννητος, -η, -ο (Μ ἡλιογέννητος, -ον)
ο γεννημένος από τον ήλιο, ωραίος σαν τον ήλιο («κοράσιον ἡλιογέννητον», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + γεννητός (< γεννώ)].