ηλουργικός

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

ἡλουργικός, -ή, -όν (Μ) ηλουργός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλουργό.