τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
ἡλουργικός, -ή, -όν (Μ) ηλουργόςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλουργό.