ηλουργικός

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

Greek Monolingual

ἡλουργικός, -ή, -όν (Μ) ηλουργός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηλουργό.