ημίλιτρον
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
ἡμίλιτρον, τὸ (Α)
1. μισός οβολός
2. ημιλίτριον, μισή λίτρα.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἡμίλιτρον, τὸ (Α)
1. μισός οβολός
2. ημιλίτριον, μισή λίτρα.