φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ἡμίπυρος, -ον (Α)ο κατά το ήμισυ, ο εν μέρει, ο ατελώς πύρινος («ἡμίπυρος σελήνη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. διάπυρος, ολόπυρος].