ημεροποιώ

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

ἡμεροποιῶ, -έω (Α)
ημεροποιός
εξημερώνει κάποιον ή κάτι.