ημεροποιώ

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

ἡμεροποιῶ, -έω (Α)
ημεροποιός
εξημερώνει κάποιον ή κάτι.