ημικύλινδρος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
ημικύλινδρος, ὁ (Α)
1. μισός κύλινδρος
2. ως επίθ. ημικυλινδρικός.