ημιστίχιο

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

και ημίστιχο, το (AM ἡμιστίχιον και ἡμίστιχον)
μισός στίχος, το ένα από τα δύο τμήματα μετρικού στίχου, η μισή γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στίχος.