ηπαταλγία

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

η
πόνος στην ηπατική χώρα που οφείλεται σε διάφορες παθήσεις του ήπατος ή τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -αλγία < άλγος].