ηπαταλγία

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

η
πόνος στην ηπατική χώρα που οφείλεται σε διάφορες παθήσεις του ήπατος ή τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -αλγία < άλγος].