ηπατοτοξαιμία

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

η
δηλητηρίαση που προέρχεται από το ήπαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatotoxemia < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + toxemia (πρβλ. τοξαιμία)].