ηπιαλώδης

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Greek Monolingual

ἠπιαλώδης, -ῶδες (Α) [[[ηπίαλος]])
φρ. «ἠπιαλώδης πυρετός» (πυρετός με ρίγη, Ιπποκρ.).