γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἠπιαλώδης, -ῶδες (Α) [[[ηπίαλος]])φρ. «ἠπιαλώδης πυρετός» (πυρετός με ρίγη, Ιπποκρ.).