θέημα

English (LSJ)

-ατος, τό, Ion. for θέαμα, Semon.7.67.

German (Pape)

[Seite 1191] τό, ion. = θέαμα.

Greek (Liddell-Scott)

θέημα: τό, Ἰων. ἀντὶ τοῦ θέαμα, Σιμων. Ἰαμβ. 67.

Greek Monolingual

θέημα, το (Α)
ιων. τ. του θέαμα.