θεατροσκοπία
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροσκοπία: ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, ἔνθα ἤδη θεατροκοπίαις.
Greek Monolingual
θεατροσκοπία, ή (Α) θεατροσκόπος
το να συχνάζει κάποιος στα θέατρα.