θεοκράτης

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο οπαδός της θεοκρατίας
2. αυτός που ασκεί θεοκρατική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο < θεο-κρατία].