θεοκράτης

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ο
1. ο οπαδός της θεοκρατίας
2. αυτός που ασκεί θεοκρατική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο < θεο-κρατία].