Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ο 1. ο οπαδός της θεοκρατίας 2. αυτός που ασκεί θεοκρατική εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο < θεο-κρατία].