ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
ο 1. ο οπαδός της θεοκρατίας 2. αυτός που ασκεί θεοκρατική εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο < θεο-κρατία].