θεοκράτης

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο οπαδός της θεοκρατίας
2. αυτός που ασκεί θεοκρατική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο < θεο-κρατία].