θολίτης

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

ο
(ενν. λίθος) καθένας από τους σφηνοειδείς λίθους που απαρτίζουν έναν θόλο ή μια αψίδα, αλλ. αψιδόλιθος και θολόλιθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 σε έγγραφα της Εταιρείας Σιδηροδρόμων στην εφημερίδα Ακρόπολις].