θυλακίτιδα

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

ή ιατρ.
1. φλεγμονή του τριχοσμηγματικού θυλάκου
2. κάθε φλεγμονή θυλακίου ή θυλάκου, ιδίως ορογόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. folliculitis < λατ. folliculus «θυλάκιο» + -itis)].