θυοσκώ

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

θυοσκῶ, -έω (Α) θυοσκόος
θυσιάζω, προσφέρω ολοκαυτώματα με το πυρ της θυσίας.