ιθύγραμμος
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
ἰθύγραμμος, -ον (Α)
ευθύγραμμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εύ-γραμμος, ευθύ-γραμμος].