ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself
ἰθύδικος, -ον (Α)δίκαιος, χρηστός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δικος (< δίκη), πρβλ. αυτόδικος, φυγόδικος].