αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι → serve up a big bowl of citizen blood
ἱκεταδόκος, -ον (Α)αυτός που δέχεται τους ικέτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης / ἱκέτᾱς + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. θεωροδόκος, ξενοδόκος.