ικτερούμαι
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
ἰκτεροῦμαι, -όομαι (Α) ίκτερος
έχω ίκτερο.
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
ἰκτεροῦμαι, -όομαι (Α) ίκτερος
έχω ίκτερο.