ινοβλάστωμα

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

το
όγκος που αποτελείται από ινοβλάστες.