θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἰξευτήρ -ῆρος, ὁ (Α) ιξεύωαυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα.