ιοβόστρυχος
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
Greek Monolingual
ἰοβόστρυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιώδεις, σκούρους βοστρύχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βόστρυχος].