ιούμαι

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

ἰοῦμαι, -όομαι (Α) [ιός (ΙV)]
1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος
2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, -όω
καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι.