ιππόπορνος
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α)
1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος
2. έφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)].